λααρχία

λααρχία
λααρχία, ἡ (Α) [λαάρχης]
στρατιωτικό σώμα από πεζούς και ιππείς, το οποίο συστάθηκε πιθανώς επί Πτολεμαίου Β' Ευεργέτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”